Στα βορειοανατολικά σύνορα του νομού Αρκαδίας βρισκόταν μια λίμνη. Ονομαζόταν λίμνη του Στύμφαλου. Εκεί, ανάμεσα στα πυκνά δέντρα της όχθης και τους θάμνους, έμεναν κάτι παράξενα και επικίνδυνα πουλιά που έμοιαζαν με κότες. Οι κάτοικοι τα ονόμαζαν Στυμφαλίδες Όρνιθες. Είχαν μυτερά φτερά και σιδερένια ράμφη. Τα νύχια τους ήταν μακριά και σουβλερά και οι όρνιθες αυτές τρέφονταν με ανθρώπινες σάρκες. Γι' αυτό κανείς από τους κατοίκους της γύρω περιοχής δεν τολμούσε να πλησιάσει προς την λίμνη.
-Έχεις ακούσει για τις Στυμφαλίδες Όρνιθες; ρώτησε μια μέρα ο Ευρυσθέας τον Ηρακλή.
-Και ποιος δεν έχει ακούσει γι' αυτά τα ανθρωπόφαγα πουλιά; του απάντησε ο Ηρακλής.
-Αυτός θα είναι ο επόμενος άθλος σου, Ηρακλή. Θα πας στη λίμνη του Στύμφαλου και θα εξοντώσεις τις Στυμφαλίδες Όρνιθες.
Ο Ηρακλής την άλλη μέρα κιόλας ξεκίνησε να πραγματοποιήσει τον έκτο άθλο του. Καταλάβαινε ότι θα ήταν ο πιο επικίνδυνος από τους άθλους που είχε κάνει ως τώρα. Αυτά τα τρομερά πουλιά έλεγαν πως τα προστάτευε ο θεός του πολέμου, ο Άρης. Θα μπορούσε να τα σκοτώσει;
Έφτασε στη λίμνη του Στύμφαλου ο Ηρακλής κι είδε πολλά πουλιά να πετούν ολόγυρά του. Μα οι Στυμφαλίδες Όρνιθες είχαν γίνει άφαντες. Στεκόταν απορημένος κοντά στην όχθη ο ήρωάς μας όταν, ξαφνικά, παρουσιάστηκε μπροστά του μια πολύ όμορφη γυναίκα.
Η γυναίκα τού χαμογέλασε και προχώρησε προς το μέρος του. Ο Ηρακλής απόρησε. Πώς βρέθηκε αυτή η γυναίκα κοντά στη λίμνη; Κανείς από τους κατοίκους της περιοχής δεν τολμούσε να πλησιάσει, γιατί θα τον κατασπάραζαν τα ανθρωπόφαγα πουλιά. Μήπως ήταν ξένη και δεν γώριζε τον κίνδυνο που την απειλούσε;
-Ποια είσαι; την ρώτησε.
-Είμαι η θεά Αθηνά, Ηρακλή, του είπε η γυναίκα. Σε απασχολεί τίποτα;
-Ναι, της απάντησε ο Ηρακλής. Ήρθα να σκοτώσω τις Στυμφαλίδες όρνιθες, μα δεν τις βλέπω.
-Βρίσκονται κρυμμένες ανάμεσα στα πυκνά κλαδιά των δέντρων, του εξήγησε η Αθηνά. Δεν βγαίνουν επειδή σε φοβούνται. Αλλά μην ανησυχείς. Θα σε βοηθήσω εγώ να τις βγάλεις. Πάρε αυτά τα κρόταλα. Τα έχει φτιάξει ο θεός Ήφαιστος. Κάνουν έναν κρότο σαν τις κραυγές των Στυμφαλίδων. Όταν τον ακούσουν, θα ξεγελαστούν και θα βγουν.
Του έδωσε τα κρόταλα κι έγινε άφαντη η Αθηνά. Ο Ηρακλής τότε άρχισε να τα χτυπά. Δεν πέρασαν ούτε δυο λεπτά, όταν μέσα από τα πυκνά φυλλώματα οι Στυμφαλίδες ξεγελάστηκαν και βγήκαν. Το φτεροκόπημά τους θα μπορούσε να φοβίσει και τον πιο γενναίο άνθρωπο. Μα ο Ηρακλής δεν φοβήθηκε. Άφησε τότε τα κρόταλα, τέντωσε το τόξο του κι άρχισε να ρίχνει βροχή τα βέλη.
Τα ανθρωποφάγα πουλιά άρχισαν να πέφτουν νεκρά το ένα πίσω από το άλλο. Πολύ λίγα κατάφεραν να γλυτώσουν και πέταξαν μακριά, αναζητώντας καταφύγιο στο νησί του Άρη που βρισκόταν στον Εύξεινο Πόντο. Εκεί τα συνάντησε αργότερα ο Ιάσονας με τους συντρόφους του, στην Αργοναυτική εκστρατεία.
Ο Ηρακλής μάζεψε τις νεκρές Όρνιθες, τις φορτώθηκε στην πλάτη του και τις πήγε στην Τίρυνθα, να τις δείξει στον Ευρυσθέα και να τον πείσει ότι κατάφερε να πραγματοποιήσει και αυτον τον άθλο.
-Έχεις ακούσει για τις Στυμφαλίδες Όρνιθες; ρώτησε μια μέρα ο Ευρυσθέας τον Ηρακλή.
-Και ποιος δεν έχει ακούσει γι' αυτά τα ανθρωπόφαγα πουλιά; του απάντησε ο Ηρακλής.
-Αυτός θα είναι ο επόμενος άθλος σου, Ηρακλή. Θα πας στη λίμνη του Στύμφαλου και θα εξοντώσεις τις Στυμφαλίδες Όρνιθες.
Ο Ηρακλής την άλλη μέρα κιόλας ξεκίνησε να πραγματοποιήσει τον έκτο άθλο του. Καταλάβαινε ότι θα ήταν ο πιο επικίνδυνος από τους άθλους που είχε κάνει ως τώρα. Αυτά τα τρομερά πουλιά έλεγαν πως τα προστάτευε ο θεός του πολέμου, ο Άρης. Θα μπορούσε να τα σκοτώσει;
Έφτασε στη λίμνη του Στύμφαλου ο Ηρακλής κι είδε πολλά πουλιά να πετούν ολόγυρά του. Μα οι Στυμφαλίδες Όρνιθες είχαν γίνει άφαντες. Στεκόταν απορημένος κοντά στην όχθη ο ήρωάς μας όταν, ξαφνικά, παρουσιάστηκε μπροστά του μια πολύ όμορφη γυναίκα.
Η γυναίκα τού χαμογέλασε και προχώρησε προς το μέρος του. Ο Ηρακλής απόρησε. Πώς βρέθηκε αυτή η γυναίκα κοντά στη λίμνη; Κανείς από τους κατοίκους της περιοχής δεν τολμούσε να πλησιάσει, γιατί θα τον κατασπάραζαν τα ανθρωπόφαγα πουλιά. Μήπως ήταν ξένη και δεν γώριζε τον κίνδυνο που την απειλούσε;
-Ποια είσαι; την ρώτησε.
-Είμαι η θεά Αθηνά, Ηρακλή, του είπε η γυναίκα. Σε απασχολεί τίποτα;
-Ναι, της απάντησε ο Ηρακλής. Ήρθα να σκοτώσω τις Στυμφαλίδες όρνιθες, μα δεν τις βλέπω.
-Βρίσκονται κρυμμένες ανάμεσα στα πυκνά κλαδιά των δέντρων, του εξήγησε η Αθηνά. Δεν βγαίνουν επειδή σε φοβούνται. Αλλά μην ανησυχείς. Θα σε βοηθήσω εγώ να τις βγάλεις. Πάρε αυτά τα κρόταλα. Τα έχει φτιάξει ο θεός Ήφαιστος. Κάνουν έναν κρότο σαν τις κραυγές των Στυμφαλίδων. Όταν τον ακούσουν, θα ξεγελαστούν και θα βγουν.
Του έδωσε τα κρόταλα κι έγινε άφαντη η Αθηνά. Ο Ηρακλής τότε άρχισε να τα χτυπά. Δεν πέρασαν ούτε δυο λεπτά, όταν μέσα από τα πυκνά φυλλώματα οι Στυμφαλίδες ξεγελάστηκαν και βγήκαν. Το φτεροκόπημά τους θα μπορούσε να φοβίσει και τον πιο γενναίο άνθρωπο. Μα ο Ηρακλής δεν φοβήθηκε. Άφησε τότε τα κρόταλα, τέντωσε το τόξο του κι άρχισε να ρίχνει βροχή τα βέλη.
Τα ανθρωποφάγα πουλιά άρχισαν να πέφτουν νεκρά το ένα πίσω από το άλλο. Πολύ λίγα κατάφεραν να γλυτώσουν και πέταξαν μακριά, αναζητώντας καταφύγιο στο νησί του Άρη που βρισκόταν στον Εύξεινο Πόντο. Εκεί τα συνάντησε αργότερα ο Ιάσονας με τους συντρόφους του, στην Αργοναυτική εκστρατεία.
Ο Ηρακλής μάζεψε τις νεκρές Όρνιθες, τις φορτώθηκε στην πλάτη του και τις πήγε στην Τίρυνθα, να τις δείξει στον Ευρυσθέα και να τον πείσει ότι κατάφερε να πραγματοποιήσει και αυτον τον άθλο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου